Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-новогреческий словарь - год

 

Перевод с русского языка год на греческий

год
год

м

1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:

текущий ~ τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный ~ τό οίκονομικόν ἔτος· учебный ~ τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный ~ τό δίσεκτο ἐτος· урожайный ~ χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена ~а οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' ~ рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· ~ смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему три ~а εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему шестнадцатый ~ εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем ~у τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом ~у πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом ~у πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Дватому назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два ~а спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через ~ μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около ~а ἕνα χρόνο περίπού два раза в ~ δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из ~а в ~ κάθε χρόνο· ~ от ~у ἀπό χρονιά σέ χρονιά· ~ за ~ом κάθε χρόνο· за ~ до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение ~а μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении ~а μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого ~а ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же ~у τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около ~а ἕνα χρόνο περίπου· за (один) ~ μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·

2. ~||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:

детские ~ы τά παιδικά χρόνια· двадцатые ~ы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых ~ов ἡ γενιά τοῦ σαράντα·

3. ~||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:

он в ~ах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой ~ы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый ~ τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым ~ом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· круг-лый ~ ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· безнеделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный ~ το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) ~ ολόκληρο χρόνο через ~ μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) ~у πέρ(υ)σι (του χρόνου) ~ тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) ~у φέτος из года в ~ από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый ~ το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά! ...
Русско-греческий словарь (Сальнов)

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины